- σκαλιστής
- ο, Ν [σκαλίζω]1. εργάτης που ασχολείται με το σκάλισμα τών φυτών2. γλύπτης, χαράκτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαλιστής — ο 1. αυτός που σκαλίζει φυτά. 2. χαράκτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορευτής — ο σμιλευτής, σκαλιστής, λεπτουργός: Ο γλύπτης είναι τορευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)